Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
καταχαίρω > καταχαίρομαι
- απόδοση: αισθάνομαι υπερβολική χαρά / απολαμβάνω μεγάλη ευχαρίστηση
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ρημάτων ’
καταχάρηκε με την ευχάριστη έκβαση της δικαστικής του περιπέτειας