Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κατοκνώ
- απόδοση: αποφεύγω να ενεργήσω λόγω οκνηρίας ατολμίας ή φόβου / αισθάνομαι δειλία
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ρημάτων ’
ο χαρακτήρας του τον οδηγεί να κατοκνεί σε δύσκολες περιστάσεις