Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
καυχώμαι
- απόδοση: επαίρομαι / λέγω μεγάλα λόγια για τον εαυτό μου / παινεύομαι
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ρημάτων ’
καυχιέται για κατορθώματα που τον διέκριναν στα νεανικά του