Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κατελπίζω
- απόδοση: αναμένω κάτι μετά πεποιθήσεως / διατηρώ μεγάλες ελπίδες
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ρημάτων ’
κατελπίζει σε σημαντική βαθμολογική πρόοδο της σπουδάζουσας κόρης του