Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
καυχησιολογώ
- απόδοση: κομπορρημονώ / λέω μεγάλα λόγια για τον εαυτό μου
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ρημάτων ’
τον συνάντησε με φιλικό πρόσωπο & ως συνήθως καυχησιολογούσε περί εαυτού